|
τα ряса #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ряса? — παπαδίστικα как с (ново)греческого переводится слово παπαδίστικα? — ряса — μονογραφία — πλαίσιο — ανάρδευτος — προημιτελικός — διαφώτιστος — απροσπέραστος — διορθωτικά — δίγενος — γαϊτανοφρυδάτος — εξυγιαντικός — δικάζω — ξεπλέκω — ακαυστος — δονούμαι — βεργίζω — καπιτάλα — πολυδακτυλία — υγραντικός — ακλόνηστος — ξεμοντάρισμα — εξιλεωτικός |
|||