Новогреческий словарь
εμπλεκόμενος
εμπλεκόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπλεκόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σαπροφάγα
—
συμπαράσταση
—
επιμέτρηση
—
αμετάβολος
—
αδικητής
—
παλμικός
—
λινομέταξος
—
κανονάρχισμα
—
ανεμορούφουλας
—
παραπανήσιος
—
ζωολάτρης
—
αντιαριστερός
—
βρισκούμαι
—
αλληλοβόρος
—
τριγωνομετρω
—
τραχηλιαίος
—
ματσουκώνω
—
επιφέρω
—
μυγαλή
—
φαινόλη
—
διοικητικό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,