Новогреческий словарь
μικράκι
μικράκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μικράκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναγκαιότητα
—
αντισφαιριστικός
—
αδυναμία
—
αΰπνωτος
—
συλλοή
—
εξαγοράζω
—
βάθεμα
—
αμυγδαλή
—
ακριβαγοράζω
—
ασφαλτούχος
—
δεξιά
—
καταψύχομαι
—
εξαρθρωτικός
—
μερινός
—
εικοσάχρονος
—
αψηφοφόρητος
—
φιλειρηνικά
—
ιστιοφόρο
—
κηδεστής
—
γραπτός
—
αντιπυρηνικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве