|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαλατοποιούμαι? — — ορθοποδίζω — ιχθυοπωλείο — βιρανές — τσιφλικάς — αποσπέρνω — επισκευάσιμος — συντακτικό — διακελεύω — αγράμματος — αρχιδαράς — εξακοσιετηρίδα — Γεωργιανή — σώσιμο — εφθάρην — δυσχεραίνω — φυλακισμένος — φιστικιά — καψύλιο — αφροζύμωτος — ενθουσιασμένος — υφασματεμπόριο |
|||