|
(παθ. αόρ. ηρύσθην) черпать, извлекать (чаще перен.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черпать? — αρύομαι как на (ново)греческом будет слово извлекать? — αρύομαι как с (ново)греческого переводится слово αρύομαι? — черпать, извлекать — δαλτωνικός — αλληλόχρεος — γναφείο — φλογιστό — προσραφή — ασφαλισμένος — βιολόλυρα — τουαλετταρίζομαι — βιβλιοφυλάκιον — πρακτόρισσα — φτελιά — ξενητεμένος — πούδρα — μυτοτσίμπιδο — εμάς — σινολογία — μεγαλειώδης — γκόρτσι — αζόρευτος — ινδολόγος — δωσιλογισμός |
|||