|
conj. но, однако; ~ καί — да и, но и; όχι μόνο... ~ καί — не только... но и; άλλ' όμως — но, однако; ~ πού... — или ~ έλα πού... — или ~ έλα πάλι πού... — но что поделаешь если...; ~ ούτε καί — но и не, даже не; ~ έλα λοιπόν! — [phrase]ну давай же![/phrase]; ~ πάψε πιό! — [phrase]ну, перестань же![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово но? — αλλά как на (ново)греческом будет слово однако? — αλλά как с (ново)греческого переводится слово αλλά? — но, однако — διακεκομμένος — αδελφοποιτός — γραμματάρα — απογλυτώνω — τραγουδιστά — στηθοκατάρρους — διαγραμμίζω — γκαγκαλίδα — ευλαβικά — σαυράκι — ανεπαίσχυντα — παροπλίζω — καμακώνω — μπριζολάκι — γαλακτοκόμος — αντιπαθώ — επιπληκτέος — εγγύτατος — σπουδιαίος — τσιτάκι — ειρηνευτικός |
|||