Новогреческий словарь
σταλικοποδιάζω
σταλικοποδιάζω
уставать
(от долгого стояния на месте или от хождения)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
уставать
? —
σταλικοποδιάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σταλικοποδιάζω
? — уставать
#
(ново)греческий словарь
—
μακρόπους
—
ευθύνη
—
ανομοιωτικά
—
καπηλεία
—
διαχυτικός
—
απαλλάσσω
—
αγγειόπλυμα
—
μηλόκρεμα
—
εξαέρωση
—
γαλιός
—
ανεπίπλωτος
—
μικρομύκης
—
ημέρα
—
φλοκκάτα
—
μεριδιούχος
—
ευσαρκία
—
ελαστικός
—
αχυρύ
—
καταπολέμηση
—
επιτηρητής
—
αιματοκύλισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве