|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово φασκελώνομαι? — — μίσθωμα — κολποσκόπιο — ζαρίφικος — κλήρωση — αήττητος — στράτσο — εξαέτιδα — σάξειον κέρας — αμπάρωτος — ξεροκόκκαλο — παιδαρέλλι — μαλλιοτραβάω — καρδιοκλέφτρα — οσονδήποτε — ανασκουμπώνω — ύπαρξη — εστην — φυλαγμένος — ρετσινόκολλα — αρχιφυλακείο — ανακυλώ |
|||