Новогреческий словарь
ξανθωπός
ξανθωπός
1)
тёмно-русый
;
2)
светловатый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тёмно-русый
? —
ξανθωπός
как на
(ново)греческом
будет слово
светловатый
? —
ξανθωπός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξανθωπός
? — тёмно-русый, светловатый
#
(ново)греческий словарь
—
ωκύπους
—
αχιόνιστος
—
ελατός
—
ζαλικώνουμαι
—
ανάφεγγος
—
ρακί
—
τάλιρο
—
τείχος
—
συμβουλεύομαι
—
καταδίδω
—
έκπτωση
—
ακαλόπιαστος
—
αλεποπούρδι
—
ανακτορικός
—
απολίτιστος
—
αψινθίαση
—
μεριά
—
τροχαλία
—
ακροδέκτης
—
αδρασκελιά
—
αποσκιρτώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,