Новогреческий словарь
ελαφριές
ελαφριές
οι
шкала весов
(для точного взвешивания);
ζύγισε μού το από τίς ~ (οκάδες) — [phrase]взвесьте это поточней[/phrase]
;
===
αυτός ζυγίζει τίς ~ — [phrase]он какой-то придурковатый[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шкала весов
? —
ελαφριές
как с
(ново)греческого
переводится слово
ελαφριές
? — шкала весов
#
(ново)греческий словарь
—
μαγαρίτης
—
ανεπαρκής
—
σκυθρωπιασμένος
—
μυξοκλαίω
—
αμμωνιούχος
—
αρχιτεκτονικός
—
τιμωρία
—
ντερβίσης
—
θραύω
—
φρύανο
—
κατασκοπικός
—
κατάπλασμα
—
ακέρατος
—
παυσανίας
—
περίχαρος
—
μεταλλάκτης
—
αποστηθίζω
—
οκταετής
—
επιστήμων
—
ατροφοδότητος
—
ξεσκλαβώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве