|
ο ловкач #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ловкач? — κουρνάζος как с (ново)греческого переводится слово κουρνάζος? — ловкач — κατάβρεξη — ανθρακευτής — εκκείμενος — ασβέστωμα — πολωνέζικος — μπριγιάντι — ρινηλατώ — επιβουλή — αφηγητής — ανασυγκροτώ — στοιχειωμένος — αποτελματώνω — βλεπόρης — λυθρίνι — ανέρχομαι — τεσσαρακοντούτις — διπλοκαθίζω — ακούμπωτα — εξιλεούμαι — ανελλιπής — βαρύτητα |
|||