|
η запор (кишечника) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запор? — δυσκοιλιότητα как с (ново)греческого переводится слово δυσκοιλιότητα? — запор — αχερένιος — χρεοκοπία — επιδερμικός — στραβοτομία — σεληνοκεντρικός — μποτάκι — ζεμπερέκι — βαρυβάρβιτος — αψύχραντος — πάγουρας — ματόκλαδο — σηματοδοσία — αληθινά — μακαρονικός — ξεχαρβαλωμένος — παρακμή — αναπληρώτρια — κατακρίνομαι — αναγνωστήριο — διεκχωρίζω — συντεκνία |
|||