δυσκοιλιότητα

формы словаβ
δυσκοιλιότητα
η запор (кишечника)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово запор? — δυσκοιλιότητα
как с (ново)греческого переводится слово δυσκοιλιότητα? — запор


αχερένιοςχρεοκοπίαεπιδερμικόςστραβοτομίασεληνοκεντρικόςμποτάκιζεμπερέκιβαρυβάρβιτοςαψύχραντοςπάγουραςματόκλαδοσηματοδοσίααληθινάμακαρονικόςξεχαρβαλωμένοςπαρακμήαναπληρώτριακατακρίνομαιαναγνωστήριοδιεκχωρίζωσυντεκνία




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit