Новогреческий словарь
αναφαίρετος
αναφαίρετ|ος
неотъемлемый
;
~α δικαιώματα — неотъемлемые права
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неотъемлемый
? —
αναφαίρετος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αναφαίρετος
? — неотъемлемый
#
(ново)греческий словарь
—
επιστημοσύνη
—
κανατάδικο
—
επίφυσις
—
ορφανισμός
—
μοχλοβραχίων
—
εκτοπισμός
—
ηλεκτροακουστική
—
επισφαλής
—
οικονομολόγος
—
αργυρόχρυσος
—
όμορφη
—
συσταχωμένος
—
καταπίστευση
—
επιφώνησις
—
σπρωξίδι
—
ελεημονώ
—
εργοδότις
—
απροκοψιά
—
παραγεμισμένος
—
Καϊμακτσαλάν
—
κοινοτάρχης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве