|
το картон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово картон? — ναστόχαρτο как с (ново)греческого переводится слово ναστόχαρτο? — картон — διχρωμικός — αραπόσυκο — κοσμοσώτειρα — αγαθοεργία — εκκρεμότητα — μεσοφωνηεντικός — αντιμεθαυριανός — κλειδαμπαρωμένος — σταυραδερφός — αυτοκρατορικώς — καρτέρι — μαυροκερασιά — ρέ — γομφίος — άταφος — απροστάτευτος — αποθηλάζω — αορτηρούχος — καλλικάντζαρος — καμπυλόγραμμος — κουμαρτζής |
|||