Новогреческий словарь
θεοποιητικός
θεοποιητικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεοποιητικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αστείος
—
κατοπτροποιία
—
αλλαξόπιστος
—
υφαντουργείο
—
δεματάρα
—
αδιαπόρθμευτος
—
μπαντίδος
—
ανθρωπολατρία
—
στρατήγημα
—
πρεζόνι
—
μοντέρνος
—
αγοραφοβία
—
χρωματισμένος
—
ψαροκάλαμο
—
ξεχειλίζω
—
κωλογαμημένος
—
αεργία
—
ορνίθειος
—
λαογράφος
—
τελεία
—
κιθαρίστα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве