Новогреческий словарь
κονσόρτσιουμ
κονσόρτσιουμ
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κονσόρτσιουμ
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λαπάρα
—
λέβιο
—
πολυπραγμοσύνη
—
απολυτρωτής
—
γαργάλεμα
—
αγριοκάτσικο
—
τυχοδιώκτης
—
δαντελλάς
—
αναχαίτιση
—
αψηφοφόρητος
—
ωκεανοπλοϊκός
—
λογόστεμα
—
εκλεπισμός
—
διάσκελο
—
αποδιοργάνωση
—
απόδρομα
—
συνείρω
—
ωριαίος
—
ξεπαράδιασμα
—
αμοιβοειδής
—
οχλαγωγικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве