|
(αόρ. φάρδυνα) 1. расширять; 2. расширяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширять? — φαρδαίνω как на (ново)греческом будет слово расширяться? — φαρδαίνω как с (ново)греческого переводится слово φαρδαίνω? — расширять, расширяться — αλλόκοτα — σόδειασμα — πρωτοπλάστης — καταδυτικός — εμπέτασμα — σακοράφα — ανεπιτήρητος — αρχισυντάκτης — διαβλητικός — χωριατομαθημένος — ξαγρύπνημα — πολτοποιούμαι — χοροπηδηχτός — αυτοπεποίθηση — αναρχοκουμούνι — γαλοκτούχος — φαρμακολόγος — πτωχικόν — νεκροτόμος — βουρκώνω — αρίφνητα |
|||