|
το палеонт. динотерий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово динотерий? — δεινοθήριο как с (ново)греческого переводится слово δεινοθήριο? — динотерий — κωλυσιεργικός — θεόκλειστος — μαγνητίτης — νυχτοπέτα — αφέλκυση — πρέφα — καραούλι — ακυνήγητος — αρτοφάγος — ασκαθάρι — λιψός — πομπιάζω — κακοήθης — στιχομανία — καπνίλα — ωμοπλατοσκοπία — εξωφρενικός — εμπνευστής — έπος — γαγγραινικός — γεωδαισιακός |
|||