Новогреческий словарь
φορτίζω
φορτίζω
эл.
заряжать
(батарею)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
заряжать
? —
φορτίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φορτίζω
? — заряжать
#
(ново)греческий словарь
—
αϋφαντής
—
στιγματίζω
—
σκώπτης
—
στυφούτσικος
—
βρονζα
—
απροσκάλεστος
—
αποξέχασμός
—
εκείθε
—
ραδιοσκηνοθεσία
—
εξώνηση
—
βοϊδινός
—
μεσουρανίζω
—
ξεκαπίστρωτος
—
κεκορεσμένος
—
καμπανιά
—
οπωροφόρο
—
γκριζόλα
—
μαλάκυνση
—
πρυμάτσα
—
ερύθημα
—
πρωτευουσιάνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве