Новогреческий словарь
πυελομέτρηση
πυελομέτρηση
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυελομέτρηση
? —
#
(ново)греческий словарь
—
δροσοδάκρυ
—
διατράνωση
—
μανδάτωρ
—
τουμπακοτσάμπουνα
—
αυτόπονος
—
μονός
—
ανυφαντό
—
πούλι
—
βραχύκαννο
—
αμαγείρευτος
—
ψιάκωμα
—
ωσμόμετρο
—
λοχανοφάγος
—
αδιάτμητος
—
οδοστρωτήρας
—
θάλαμος
—
εστιώ
—
άλμα
—
άχνη
—
αγωγιμόμετρο
—
καπνοσυλλέκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве