|
щепать лучину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щепать лучину? — δαδοκοπώ как с (ново)греческого переводится слово δαδοκοπώ? — щепать лучину — αδιαχείριστος — καταδύτρια — χυδαίος — ξεκακιώνω — γεωπονική — δύσνους — καλοζωία — προσκοπικός — Δεκέμβρης — ανατοποθέτηση — όψιος — ελόβιος — επανεπίχωση — μπάτσικα — βουδοκέφαλος — λόξευση — διοφθαλμικός — περισσότερο — ζωογονία — κλαυθμών — διηλεκτρικότητα |
|||