Новогреческий словарь
συγκοινωνών
συγκοινωνών
1)
сообщающийся
;
~ούντα αγγεία — сообщающиеся сосуды
;
2)
смежный
;
~ούντα δωμάτια — смежные комнаты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сообщающийся
? —
συγκοινωνών
как на
(ново)греческом
будет слово
смежный
? —
συγκοινωνών
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκοινωνών
? — сообщающийся, смежный
#
(ново)греческий словарь
—
συζητήτρια
—
γραμματικά
—
προσοφθάλμιος
—
επιρρηματικός
—
τάππωμα
—
αχούφτιαστος
—
ανυπέρβατος
—
μεσημεριάτικος
—
στρατόπεδο
—
αντιπροσωπεύω
—
διακύμανση
—
ράδιο
—
λιγόχρονος
—
υπερισχύω
—
αλιγούρευτος
—
πολιτειοκρατία
—
ελαφόπουλο
—
φώτισμα
—
νιφάδα
—
αγαλμάτινος
—
αμανές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве