|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αντιστικτικά? — — ξεσκονίστρα — εξά — λευκοπελαργός — αγριολούλουδο — σείς — ξαμπελώνω — τσιμπλιάζω — άρπασμα — φτυαράκι — χοντροδουλεμένος — αγίνωτος — δικάζω — υπνωτικό — πανικοβάλλω — αναστηματομετρία — σχοινόπλεκτος — εκατονταέτις — λεπτολογία — ακαθήλωτος — εκμαυλίζω — βιοπαλεύω |
|||