Новогреческий словарь
δευτεροπαθής
δευτεροπαθ|ής
1)
страдающий вторично
;
2) :
η ~ (νόσος) — вторичное заболевание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий вторично
? —
δευτεροπαθής
как с
(ново)греческого
переводится слово
δευτεροπαθής
? — страдающий вторично
#
(ново)греческий словарь
—
καταρροϊκός
—
πετώ
—
τσαπατσούλης
—
πυργίσκος
—
αφύτευτος
—
ραφτόπουλο
—
γραμματοσυλλέκτης
—
απόρρητος
—
Καρολίνα
—
εξακοσάρι
—
αιώρημα
—
πασπατευτά
—
διθυραμβώδης
—
πευκοβελόνα
—
βαλτωμένος
—
κοσμογονία
—
βόγγος
—
συγκαμένος
—
θειαφίσιος
—
πενταδάκτυλος
—
κωμειδύλλιο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве