|
ο дровокол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дровокол? — ξυλοσπάστης как с (ново)греческого переводится слово ξυλοσπάστης? — дровокол — επισμηνίας — φαρισαϊσμός — ισότροπος — κεφαλαιουχικός — βυζαίνομαι — χάσμη — ασφαλισττίριο — ανιστόρητο — αυτοακρωτηριάζομαι — αγύριστος — μολυβδοσωλήνας — πρωτόβολτος — υποδαύλιση — ενωτικός — κονφερασιέ — ανακαγχάζω — επιμελώ — ιματιοθήκη — μετριότητα — ζευγάριασμα — γκαντέμω |
|||