|
уст. малый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово малый? — σμικρoς как с (ново)греческого переводится слово σμικρoς? — малый — κατώφλι — ξεκάλτσωτος — γλωσσοβόλημα — ψές — δραχμοποίηση — σφετερισμός — σκεπτικίστρια — υψομετρικός — ρεμπέτικος — κίτρινο — υποκελευστής — στέρνα — άγριος — μητριαρχία — αριστίνδην — σκίζω — χαρτονόμισμα — απιλογιέμαι — θερμομέτρηση — απόχυμα — φιλεκπαιδευτικός |
|||