|
многочисленный; === οι ~οι — большинство; ~οι όσοι — очень многие, многие разные; ~α όσα — очень многое, многое разное; μού είπε ~α όσα εναντίον σου — [phrase]он мне столько наговорил на тебя[/phrase]; κατά τό ~ον или ως επί τό ~ον — чаще всего, по большей части, в большинстве случаев, обычно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово многочисленный? — πλείστος как с (ново)греческого переводится слово πλείστος? — многочисленный — μουντάδα — αυτοστεγάζομαι — ημιυπόγειο — γουρουνομαθημενος — αυτοδηλητηριάζομαι — ζημιαρόγατα — σκανιάζω — ειρωνευτής — πτηνοτροφικός — επιτείχιση — εμμέτρωψ — χαντζής — πετρογένεση — αλεπουδίτσα — αντιβαίνω — διχρονίτισσα — όχθρητα — ξεμάτιασμα — εγκέντριση — πεπτικός — πολυκάνδηλο |
|||