|
окончательно, навсегда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово окончательно? — οριστικώς как на (ново)греческом будет слово навсегда? — οριστικώς как с (ново)греческого переводится слово οριστικώς? — окончательно, навсегда — διαζωμάτιο — πατραλοίας — λεπτόρρευστος — ανθελμιντικός — σπιθοβολώ — αλεξίπυρον — δραματοποιούμαι — αρχοντομαθαίνω — αμαξάκι — αιμογλοβίνη — αλάφιασμα — ελαιόχρους — αγκύλωση — εναρκτήριος — μυστικοσύμβουλος — κεντρικά — αναληθής — ρέστα — τουρκιστί — ωοφορίτις — λεπτοδουλεμένος |
|||