Новогреческий словарь
παλτό
παλτό
το
пальто
;
βάζω (или φορώ) τό ~ — надевать пальто
;
φορώ ~ — носить пальто
;
ανοιξιάτικο (χειμωνιάτικο) ~ — весеннее, демисезонное (зимнее) пальто
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пальто
? —
παλτό
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλτό
? — пальто
#
(ново)греческий словарь
—
αλλαχόθεν
—
αρταποθήκη
—
κατάπλατα
—
οργανικός
—
ελικόπτερο
—
κατακομμάτιασμα
—
αξαρμάτωτος
—
καφτός
—
ανάφαγος
—
ωμόμετρο
—
χατζηλίκι
—
οικοπεδοποίηση
—
ξηραντήρας
—
μικροεμπορευματική
—
πολωνός
—
αξύπνηγος
—
στυπτικότητα
—
μετανεωτερικά
—
εξακοσιαπλάσιος
—
αβύθιστος
—
φύλλωμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве