Новогреческий словарь
ανέπτην
ανέπτην
αόρ. от ανίπταμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανέπτην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανορμοστία
—
πορσελλάνινος
—
σύσφιγξη
—
φωτογράφος
—
ερευνήτρια
—
ψάξιμο
—
Σεπτέμβρης
—
αλατόλοκκος
—
μονόχρους
—
νεκρότητα
—
προμέρισμα
—
ανακατεψιάρης
—
γαλατίζω
—
αγριοκόριτσο
—
παρατηρήτρια
—
ψοφώδης
—
φυσιγγοδόχη
—
υβρίστρια
—
ακλαυστος
—
κωλοσούρνομαι
—
πορνοβοσκός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве