Новогреческий словарь
καμινευτικός
καμινευτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καμινευτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ερήμωση
—
περιμαζώνω
—
πεζικός
—
κηπευτικό
—
λοφίον
—
ραμί
—
υπολείπομαι
—
φυτοκομείο
—
προέδραμον
—
σεληνοτοπογραφία
—
κοινολογία
—
χαρούμενα
—
ισθμός
—
επιλεκτικότητα
—
μοταιοδοξώ
—
επίλοιπος
—
νυχτώνει
—
αρμόζω
—
πρόσφορο
—
ηλίαση
—
βολεύομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,