Новогреческий словарь
τριχοειδής
τριχοειδ|ής
капиллярный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
капиллярный
? —
τριχοειδής
как с
(ново)греческого
переводится слово
τριχοειδής
? — капиллярный
#
(ново)греческий словарь
—
βιντεοκάμερα
—
ρούσος
—
ξέδομα
—
αναμφίβολα
—
αθερμικός
—
επικονιασμένος
—
αναλλοίωτα
—
γαστροεντερικός
—
αποθηκευτικός
—
ραδιοσχολιαστής
—
σκληροκαρδία
—
υπεραισθητός
—
καθωσπρεπισμός
—
συντονία
—
κακοτυχίζω
—
ανόρεξος
—
κατάκορφα
—
αφριστός
—
φραμασόνος
—
μέτζο
—
σκηνοθετώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве