|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μαυροπελαργός? — — συγκοινωνών — καταδίνω — χουμανισμός — προϋπαντώ — ενδορραχιαίος — φλογότρεμος — βρωμόσκυλο — σκευαγωγός — εμφράκτης — ανακρίνων — σκεβρός — σανοπωλείο — αμυγδαλιά — άβγαλτος — έως — χαλικοστρωμένος — εισχέω — πολυβιταμίνες — Αλβανίδα — οδοντοτεχνική — φυστίκι |
|||