Новогреческий словарь
υδρωπικία
υδρωπικία
η мед.
водянка, асцит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
водянка
? —
υδρωπικία
как на
(ново)греческом
будет слово
асцит
? —
υδρωπικία
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδρωπικία
? — водянка, асцит
#
(ново)греческий словарь
—
σαρκοφαγώ
—
ερημώ
—
πτυαλίνη
—
κύρ
—
Αρμένιος
—
περικάλυμμα
—
εφορία
—
αψύλλιστος
—
συνδρομήτρια
—
υπόκοσμος
—
αχαρτογράφητος
—
εναντιόμορφος
—
πλεονεκτικότητα
—
Μεσαίωνας
—
κονσόρτσιουμ
—
σταλίζω
—
κολαντρίζω
—
χιλιόλιτρο
—
υπερήφανα
—
μή μου άπτου
—
επικλίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве