Новогреческий словарь
κοιτωνίτης
κοιτωνίτης
ο 1)
домашний халат
;
2)
пижама
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
домашний халат
? —
κοιτωνίτης
как на
(ново)греческом
будет слово
пижама
? —
κοιτωνίτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοιτωνίτης
? — домашний халат, пижама
#
(ново)греческий словарь
—
συνοδικώς
—
ζαχαριέρα
—
μισθουλάκος
—
κλωτσιά
—
καβαλάρης
—
αλογόμυϊα
—
κρασοκανάτας
—
υπερσυνταγογράφηση
—
επώαση
—
αξαλάφρωτος
—
αμακρος
—
ιδίως
—
αμετάβολος
—
αφρισμένος
—
αργαστήρι
—
εσώρουχο
—
θλιμμένα
—
παπουτσώνω
—
αγκιναρόκηπος
—
χιονένιος
—
γρανιτένιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве