|
ο 1) домашний халат; 2) пижама #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово домашний халат? — κοιτωνίτης как на (ново)греческом будет слово пижама? — κοιτωνίτης как с (ново)греческого переводится слово κοιτωνίτης? — домашний халат, пижама — ωοδόχη — τηλεμηχανική — αρματωσιά — καταξιώνω — υπερβολικά — ανίδεος — μικροφυής — καινός — πρωτόκολλο — ατομικός — δίτροχο — τοπογράφος — ανεμομίκτης — μαλλάκι — βασκανθήρα — σαγονού — αποθησαύρισμα — μώλος — αντιλαϊκός — αμαξοποιείο — διαρρηγνύω |
|||