|
неотточенный; который невозможно отточить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неотточенный? — ανακόνητος как на (ново)греческом будет слово который невозможно отточить? — ανακόνητος как с (ново)греческого переводится слово ανακόνητος? — неотточенный, который невозможно отточить — ενοικιοστάσιο — παράτυπος — ολονύκτιος — αντικομματισμός — προικοθηρία — συνήθεια — σπλαγχνικός — νιόβγαλτος — ψευτοπερνώ — αναψυχή — δεντροφάγος — γλινιάρικο — εποικώ — κάλαμος — ψυχρόμετρο — μισοφέγγαρο — κληροδότημα — κροντήρα — λιποβορής — αυτοκατηγορία — βενετικός |
|||