Новогреческий словарь
ανεμοφλογισμένος
ανεμοφλογισμέν|ος
высохший
(о растительности)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высохший
? —
ανεμοφλογισμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεμοφλογισμένος
? — высохший
#
(ново)греческий словарь
—
καμπαέτι
—
φρενοπαθής
—
μονοτάξιος
—
προσποιητός
—
βρόχος
—
δεκαπενταύγουστο
—
απάνθισμα
—
επιεικής
—
ζεμπερέκι
—
δακτυλίτιδα
—
ξετρελαίνομαι
—
υδραργυραλοιφή
—
αφίλητος
—
ανασπογγίζω
—
μαντρεύω
—
γγιάζω
—
ευλήπτως
—
εκραζίτις
—
χλωροφορμιστής
—
προδότρια
—
εισχώρηση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве