Новогреческий словарь
βαθειά
βαθειά
разн. знач.
глубоко
;
σκάβω βαθιά — копать глубоко
;
κοιμάμαι βαθιά — спать глубоким сном
;
αναστενάζω βαθιά — глубоко вздыхать
;
βαθιά τή νύχτα — глубокой ночью
;
βαθιά τήν αυγή — на рассвете
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глубоко
? —
βαθειά
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαθειά
? — глубоко
#
(ново)греческий словарь
—
ενώνω
—
αμέταλλος
—
αίρα
—
σιλτές
—
μπαινοβγάλματα
—
υδρώπικας
—
λογοτεχνικός
—
μηχανολογικός
—
δημοδιδάσκαλος
—
λαιλαπώδης
—
κονσερβαρισμένος
—
σίελον
—
λαοσύναξη
—
χάϊδεμα
—
στενορρύμι
—
κουφωτός
—
ποδηγετημένος
—
μπλογκόσφαιρα
—
ξυστήρ
—
αποτελεσματικός
—
μπανιάρισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве