|
η отъявленная шлюха #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отъявленная шлюха? — καραπουτανάρα как с (ново)греческого переводится слово καραπουτανάρα? — отъявленная шлюха — προαγωγή — ανεμοδέρνω — μηλόταρτα — φτού! — ηλεκτροληψία — αδιάστικτος — βρώμα — τραγοπόδαρος — καύχημα — δύσπνοια — μεταλλουργός — φάντες — κοινονευτικος — αυτοχειριασμός — ελαιώδης — ανακατανομή — ταχυγραφία — βραδύπνοια — τριγυρισμένος — αδιασάφιστος — ικετικός |
|||