|
1) непобеждённый; 2) непобедимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово непобеждённый? — ανίκητος как на (ново)греческом будет слово непобедимый? — ανίκητος как с (ново)греческого переводится слово ανίκητος? — непобеждённый, непобедимый — Σκωτσέζα — τσικρίκι — βράστη — νεκρολογία — λιμαρισμένος — ζούζουλο — αντεράκι — γραφομανής — σκιαγράφηση — αυλωδώ — αμάργαρος — τσίρκος — συνωμοτικώς — πυργοδεσπότης — διάπλαση — εξονειδίζω — οστούν — σφαλάω — αποσταθεροποιητικά — προεισαγωγή — μπιστός |
|||