|
вьшитый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вьшитый? — κεντημένος как с (ново)греческого переводится слово κεντημένος? — вьшитый — λειμών — ερειπιώνας — χειραγωγός — οκνιά — πλαγίως — κοκκινογούλι — μπενετάδα — καπνογόνος — αρνησιθεία — Οχτώβρης — μονόζυγο — ορθώνομαι — απολυταρχισμός — τεμπελιά — ολάκριβος — λογοκρισία — απρόσεκτος — κτήριο — επιζυγίδα — χούμος — ηθογράφηση |
|||