|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τσιρλητό? — — κονσερβοκούτι — τσούπρα — ειρμός — τσιμπώ — ντελμπεντέρης — αρχείο — κακό — διαπέμπω — τηλεχειριστήριο — ασύζευκτος — διαφανοσκόπιο — ανεξαίρετος — ιχθυάλευρο — αρρωστάω — συνασπίζομαι — αφρονίμευτος — καλίγα — κινηματογραφόφιλος — ζείδωρος — οικοδομική — σφούγγισμα |
|||