Новогреческий словарь
απαγορεύσιμος
απαγορεύσιμ|ος
могущий быть запрещённым
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
могущий быть запрещённым
? —
απαγορεύσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
απαγορεύσιμος
? — могущий быть запрещённым
#
(ново)греческий словарь
—
απαλλαγέντας
—
εκδημοκρατισμός
—
εμποδιστικός
—
εγκατάσταση
—
ιστιοποιείο
—
αναίτιος
—
αζόρευτος
—
σταλικοποδιάζω
—
ανακομίζω
—
ραχοκόκκαλο
—
αποικιακός
—
συνδιαλλαχτικός
—
αλογοσκούφης
—
αζεμάτιαστος
—
αστένευτος
—
αβίαστα
—
φλογιστικός
—
ζαφορά
—
αρχαιολόγος
—
αντωνυμία
—
ολοκληρωτικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве