|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αχρεωστήτως? — — νομότυπος — διατήρηση — στυλιστικός — περιμάζευμα — τυμπανίστρια — αιματόβρεχτος — ξώφυλλο — χειρότερος — λευκοϊκτίδα — απνευστί — λιμάρικος — τετρακοσιοστός — ορχηστικός — στεατοπυγία — εδωπάνου — παραμεθόριος — αδελφόθεος — ξεμωραίνω — οργανογενετικός — κύτος — παραγαμημένος |
|||