|
(αόρ. от неупотр. εισφρέω) проник, прокрался #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проник? — εισέφρησα как на (ново)греческом будет слово прокрался? — εισέφρησα как с (ново)греческого переводится слово εισέφρησα? — проник, прокрался — κλήθρα — ψωροβότανο — ευ- — ασουλούπωτος — σύαγρος — υστερών — νυχτοπερπατητής — μαργαρώδης — φουξία — γεροντόπαχα — αποθέτω — παράθυρο — νεφελοειδής — σάκχαροτό — συζητήτρια — θολερός — γκόσσισμα — εξάμβλωσις — καταπράϋνση — ποιητικά — πανέμμορφος |
|||