Новогреческий словарь
διάργυρος
διάργυρ|ος
уст.
посеребрённый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посеребрённый
? —
διάργυρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
διάργυρος
? — посеребрённый
#
(ново)греческий словарь
—
χειραγωγός
—
βρωμίζω
—
λιχνισμένος
—
σουβλομύτης
—
σασσί
—
ναρκισσιστικός
—
ύστατος
—
μεταβάπτιση
—
νερουλότητα
—
σκορπισμένος
—
πολιτικοποιούμαι
—
προνομία
—
Λεττονός
—
ακραίος
—
Αίολος
—
περιποιητικότητα
—
σύμπτωση
—
μάραθρο
—
λιονοτρεμούλα
—
γαλήνεψη
—
κόβω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве