|
мед. быть противопоказанным; αυτό γιά σένα ~υται — [phrase]это тебе противопоказано #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть противопоказанным? — αντενδείκνύομαι как с (ново)греческого переводится слово αντενδείκνύομαι? — быть противопоказанным — φιλόγυνος — ηγετικός — γουβόσκυλος — αντιδιαστολή — Μεξικάνος — σχισματιά — αλαμπουρνέζικος — υδρομετρητής — τουμπάνιασμα — εφορμώ — εξοτμιστικός — βακτηριολόγος — γαλουχία — εξαρχος — μιλτοβαφώ — κλεισιάδα — ασκαλαβώτης — ενδοθερμικός — κραυγάζω — εωθινός — βαζάκι |
|||