|
ο пустынное, необитаемое место #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пустынное? — ερημότοπος как на (ново)греческом будет слово необитаемое место? — ερημότοπος как с (ново)греческого переводится слово ερημότοπος? — пустынное, необитаемое место — μεταλλογραφικός — στουπωτός — αντικόροφον — προεκλογικός — συνεργατικός — διαλανθάνω — μεταναστευτικός — βελοειδής — γονής — κατασκήνωση — βολεμένος — γυροτριγύρω — αφυπνίζω — οδοιπορικά — σπέρδουκλι — κουβαρομαζεύομαι — γιαχνί — παραγωγικώς — επίσχεστρον — διασκευαστής — τέντζερη |
|||