Новогреческий словарь
απολογήτρια
απολογήτρια
η 1)
защитница
;
2)
апологет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
защитница
? —
απολογήτρια
как на
(ново)греческом
будет слово
апологет
? —
απολογήτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
απολογήτρια
? — защитница, апологет
#
(ново)греческий словарь
—
αριστερίστρια
—
φαρμακοτεχνία
—
αρίς
—
συνεπτυγμένος
—
σκληρόψυχος
—
απλαδαριά
—
ηλεκτρομετρία
—
ραβδισμός
—
κατακλείδι
—
ζαγγανιάρης
—
αηδονίσιος
—
συντριβή
—
γιλέκο
—
ηφαίστειο
—
κτύπος
—
νεάζω
—
αισχρούργημα
—
προσέχω
—
παλαιογραφικώς
—
απαγορευτικός
—
φρικάρω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве