|
: πρίν ~ήσω — [phrase] я не успел ещё начать, я только начал было[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλαρχινω? — — αναπόδεκτος — διαιωνίζομαι — εμπόρισσα — διγνωμία — αγεληδόν — εξακτινώνω — χατμάνος — χρυσοστέφανος — ανελέητος — τουλούμιασμα — γλυκοκοιμίζω — περόνη — ζηλωτής — λυθρίνι — απευχή — αρδευτής — παραφθαρμένος — ηδυνήθην — ζυγοδάκτυλος — επίφαση — αγρυρομαραγγιάζω |
|||