Новогреческий словарь
καλαρχινω
καλαρχινω
:
πρίν ~ήσω — [phrase] я не успел ещё начать, я только начал было[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καλαρχινω
? —
#
(ново)греческий словарь
—
νεοσύστατος
—
αραδαριό
—
γόης
—
αιματοκύλισμα
—
ενίσταμαι
—
χοντρόκωλος
—
εξάσκηση
—
ανακυλώ
—
αρτοδοσιά
—
αδελφούμαι
—
αντασφάλεια
—
γλωσσού
—
τρυπάνι
—
ριζοβόλημα
—
λείριον
—
υποβαστάζω
—
σφυρίκτρα
—
θαλασσοπόρος
—
μελιτώδης
—
ουρανοθέμελος
—
αρματομαχώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω